Η Πάρνηθα είναι ο πιο αγαπημένος μου ορεινός προορισμός. Παρ’ ότι είναι τόσο κοντά στην Αθήνα και δεν θεωρείται «μεγάλο» βουνό, έχει την μεγαλύτερη θέση στην καρδιά μου. Ίσως επειδή σε αυτήν ξεκίνησα τα βήματά μου στις πλαγιές των βουνών και εκεί ανακάλυψα εικόνες που δεν μπορούσα μέχρι εκείνη την στιγμή να φανταστώ πως υπάρχουν. Εικόνες, μυρωδιές και αισθήσεις που ακόμα και τώρα, 21 χρόνια μετά, σε κάποια πεζοπορία, όλο και κάτι καινούργιο θα δω, λες και τα προηγούμενα χρόνια κρυβόταν καλά. Είναι το βουνό που δεν παύει ποτέ να με αιφνιδιάζει. Αυτός είναι και ο λόγος που το έχω περπατήσει, σχεδόν από άκρη σ’ άκρη. Έχω διασχίσει τα πιο πολλά από τα μονοπάτια της και τα περισσότερα από αυτά περισσότερες από μία φορά. Είναι όμως μία διαδρομή που κάναμε με την Ελισσάβετ, την οποία δεν θα ξεχάσω ποτέ. Μία «κοινή» κατά τα άλλα διάσχιση, από το τελεφερίκ των Θρακομακεδόνων μέχρι την Αυλώνα, που όμως έγινε από τα μονοπάτια που μετά από ενάμιση μήνα κάηκαν στην μεγάλη φωτιά της Πάρνηθας τον Ιούνιο του 2007. Σε αυτή τη πεζοπορία, κάποια πολύ αγαπημένα μέρη τα είδαμε για τελευταία φορά.
Συνήθως όταν πρόκειται να κάνουμε διάσχιση, φτάνουμε στο σημείο εκκίνησης με λεωφορείο, και ανάλογα από το που θα βγούμε επιστρέφουμε στην πόλη πάλι με λεωφορείο ή αν είμαστε πιο μακρυά με το τραίνο του ΟΣΕ. Έτσι και στην συγκεκριμένη βόλτα, φτάσαμε νωρίς το πρωί με το αστικό λεωφορείο στην περιοχή Μετόχι λίγο μετά το τελεφερίκ. Από εκεί ξεκίνησε το περπάτημά μας.
Ακολουθήσαμε το μονοπάτι που τέμνει τον κύριο δρόμο που ανεβαίνει στο βουνό της Πάρνηθας. Είναι ένα βατό μονοπάτι με πυκνά σημάδια που ανηφορίζει με ήπιες κλίσεις μέχρι το προτελευταίο δυτικό πέταλο του δρόμου, κάτω από την κορυφή Αέρας. Από εκείνο το σημείο απομακρύνεται από την άσφαλτο και ακολουθεί πορεία βορειοδυτική μέχρι το διάσελο ανάμεσα στον Αέρα και την Κυρά. Ήδη πριν φτάσουμε στο διάσελο το κρύο ήταν αρκετά έντονο και είχε σχετικά πυκνή νέφωση.
Συνεχίσαμε προς ένα από τα πιο όμορφα (χαμένα πλέον) σημεία της Πάρνηθας, στο «Δάσος των Γιγάντων» στην ευρύτερη περιοχή του αθλητικού κέντρου του Σέγας. Εκεί σε μία ολιγόλεπτη στάση που κάναμε, είχαμε την τύχη να συναντήσουμε έναν κάτοικο του δάσους, μία όμορφη ελαφίνα.
Μετά από την ολιγόλεπτη στάση μας, βρεθήκαμε πάλι να περπατάμε προς το μονοπάτι που περνάει από το Παλαιοχώρι, και από εκεί, μέσα από την άσφαλτο ακολουθήσαμε τον περιμετρικό δρόμο προς το διάσελο του Πανός. Λίγο μετά από την πηγή Βιλιάνι που βρίσκεται στα δεξιά του δρόμου, ξεκινάει μονοπάτι και κατηφορίζει στην αριστερή ρεματιά. Ουσιαστικά πρόκειται για μία παράκαμψη, ένα μονοπάτι που κινείται σχεδόν παράλληλα και χαμηλότερα από τον δρόμο, αλλά περνάει μέσα από πυκνή και «δροσερή» βλάστηση και φτάνει μέχρι το πλάτωμα του διάσελου του Πάνα. Δυστυχώς και αυτό το μέρος είναι μέσα στην μεγάλη λίστα των καμμένων.
Φτάνοντας στον χωματόδρομο του διάσελου, ακολουθήσαμε το μονοπάτι που βρίσκεται στην βορειοανατολική πλευρά της Πλατυβούνας, λίγο ψηλότερα από τον χωματόδρομο που φτάνει μέχρι την Ντράσιζα. Περάσαμε από την πηγή Γαϊδουρόβρυση, η οποία ήταν καλά κρυμμένη μέσα στα φυτά, και μετά από λίγη ώρα περπάτημα βγήκαμε στον χωματόδρομο που πολύ σύντομα μας έφερε στον εγκαταλελειμμένο κτηνοτροφικό οικισμό της Ντράσιζας. Τίποτε άλλο παρά μερικές πέτρες μαζεμένες εδώ κι εκεί, μαρτυρούσαν πως στο παρελθόν υπήρχε ανθρώπινη δραστηριότητα στην συγκεκριμένη περιοχή.
Ακολουθήσαμε το κατηφορικό μονοπάτι που αρκετά πιο κάτω διάσχιζε το Μαυρόρεμα και συνεχίσαμε προς το λιβάδι του Λημικού. Κάναμε ένα γρήγορο πέρασμα από το υπέροχο ξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου. Αμέσως μετά, ενώ πηγαίναμε και μία «επίσκεψη» στον αρχαίο πύργο του Λημικού, άρχισαν αστραπές και ψιλόβροχο αναγκάζοντάς μας να απομακρυνθούμε από την εκτεθειμένη αυτή θέση, και να συνεχίσουμε το μονοπάτι που κινούνταν σε χαμηλότερο υψόμετρο. Σε λίγα λεπτά είχαμε φτάσει στο μικρό οροπέδιο με τα δύο πηγάδια, απ’ όπου συνεχίζουν δύο μονοπάτια. Το ένα κατευθύνεται προς την Σαλονίκη και από εκεί προς διάφορους προορισμούς και το άλλο που ακολουθήσαμε εμείς, προς τον Αυλώνα.
Στην αρχή, η πορεία κινείται σε αρκετά πετρώδες έδαφος, αλλά σύντομα το μονοπάτι γίνεται ομαλότερο. Η κλίση είναι ήπια κατηφορική και η βλάστηση ιδιαίτερα πλούσια. Παρασυρμένοι μέσα απ’ όλη αυτή την μαγεία, δεν αργήσαμε να φτάσουμε στο οροπέδιο του Αγίου Νικολάου, με την ύπαρξη και της ομώνυμης εκκλησίας.
Στάνη με γουρουνάκια στον δρόμο για τον Αυλώνα |
Από εκεί το μονοπάτι συνεχίζει μέσα από την κοίτη ενός ρέματος, με όποια ευκολία αλλά κυρίως δυσκολία συνεπάγεται αυτό, αφού περνάει πάνω από μικρές και μεγάλες πέτρες. Η απόσταση είναι μικρή και έτσι πολύ γρήγορα συναντήσαμε κάτω από την κορυφή Αρμένι, τον χωματόδρομο που έρχεται από την Φυλή και φτάνει μέσα στον Αυλώνα. Από εκεί μέχρι το κέντρο του χωριού είναι μία ώρα περπάτημα. Όμως μετά από λίγο συναντήσαμε ένα αυτοκίνητο που προσφέρθηκε να μας μεταφέρει. Ήταν μία καλοδεχούμενη προσφορά και έτσι συντομότερα απ’ ότι υπολογίζαμε, βρισκόμασταν στον σταθμό του τραίνου, με ένα παγωτό στο χέρι περιμένοντας την επόμενη αμαξοστοιχία που θα μας μετέφερε στην Αθήνα.
Η διαδρομή της πορείας μας |
Μία φανταστική εκδρομή είχε σχεδόν τελειώσει και μάλιστα με έντονες εναλλαγές. Ήλιος, βροχή, ζέστη και αέρας όλα μέσα στην ίδια ημέρα, στο ίδιο μαγικό βουνό. Η χαρά μας ήταν έκδηλη και νομίζαμε πως θα κρατούσε για πάντα. Διαψευστήκαμε λίγες μέρες αργότερα, με τον χειρότερο τρόπο. Αυτό που ποτέ δεν φανταζόμασταν πως θα γίνει, δυστυχώς έγινε πραγματικότητα. Η Πάρνηθα αφέθηκε στην ανικανότητα και την ηλιθιότητα των «αρμοδίων» και κάηκε ένα πολύ μεγάλο μέρος της.
Μέσα στις καμμένες περιοχές, βρέθηκαν και αρκετά από τα τμήματα που είχαμε περπατήσει στην βόλτα του Μαίου, επιβάλλωντας πλέον στο μυαλό και την ψυχή μας, αυτή την διαδρομή να μην την ξεχάσουμε ποτέ.
Το track της διαδρομής σε μορφή gpx λήψη εδώ.
Το track της διαδρομής σε μορφή kml λήψη εδώ.
πολυ καλο blog ποτε θα το ξανακανουμε?
ΑπάντησηΔιαγραφή